- φύλαγμα
- φύλαγμαprotectionneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φύλαγμα — το, ατος 1. η φύλαξη, η προφύλαξη: Φύλαγμα από το κρύο. 2. η φρούρηση: Το φύλαγμα των φυλακισμένων γίνεται από τους χωροφύλακες. 3. η παραφύλαξη, το παραμόνεμα, η ενέδρα: Τον σκότωσε ύστερα από φύλαγμα πολλών ωρών στο χαντάκι του δρόμου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φύλαγμα — το, ΝΜΑ, και φύλαμα Ν [φυλάσσω] φύλαξη, περιφρούρηση νεοελλ. παραφύλαγμα, ενέδρα μσν. αρχ. παράγγελμα, εντολή («φυλάξεσθε τὰ φυλάγματα Κυρίου», ΠΔ) αρχ. φράγμα, προστατευτικό τείχος … Dictionary of Greek
φυλαγμάτων — φύλαγμα protection neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυλάγματα — φύλαγμα protection neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυλάγματι — φύλαγμα protection neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κράτηση — (Νομ.). Μία από τις ποινές στέρησης της προσωπικής ελευθερίας, η διάρκεια της οποίας ορίζεται από τον ποινικό νόμο για τα πταίσματα και μπορεί να οριστεί από μία ημέρα έως έναν μήνα. Εκτελείται σε ιδιαίτερα τμήματα των φυλακών και, σε περίπτωση… … Dictionary of Greek
φύλαμα — το, Ν βλ. φύλαγμα … Dictionary of Greek